συναναβαίνω

συναναβαίνω
ΜΑ [ἀναβαίνω]
1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ.
β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ)
2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω τη σκέψη μου σε ανώτερα θέματα («ὁπόταν τις συναναβῄ αὐτῷ ἔνθα ἐστὶν ὁ Θεός», Κλήμ. Αλ.)
3. ανέρχομαι, φθάνω στο ύψος κάποιου άλλου («τῷ ἀναβαίνοντι ἐναρέτῳ συναναβήσεται ἡ δόξα αὐτοῡ», Ωριγ.)
αρχ.
1. ανεβαίνω, κατευθύνομαι μαζί με κάποιον από την παραλία προς τα μεσόγεια («συναναβαίνειν μέχρι Συήνης», Στράβ.)
2. (για αστέρα) ανεβαίνω στον ουρανό, διαγράφω πορεία μαζί με άλλον («συναναβαίνειν τῷ πόλῳ», Βέττ. Βάλ.)
3. (για νερό) ανεβαίνει η στάθμη μου («συναναβαίνει και συνταπεινοῡται τῷ ποταμῷ τὸ ἐν φρέατι ὕδωρ», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυναναβάντων — συναναβαίνω go up with aor part act masc/neut gen pl συναναβαίνω go up with aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαινόντων — συναναβαίνω go up with pres part act masc/neut gen pl συναναβαίνω go up with pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαῖνον — συναναβαίνω go up with pres part act masc voc sg συναναβαίνω go up with pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαίνει — συναναβαίνω go up with pres ind mp 2nd sg συναναβαίνω go up with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαίνοντα — συναναβαίνω go up with pres part act neut nom/voc/acc pl συναναβαίνω go up with pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαίνουσιν — συναναβαίνω go up with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναναβαίνω go up with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβησόμεθα — συναναβαίνω go up with aor subj mid 1st pl (epic) συναναβαίνω go up with fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβᾶσαι — συναναβαίνω go up with aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) συναναβαίνω go up with aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβάντα — συναναβαίνω go up with aor part act neut nom/voc/acc pl συναναβαίνω go up with aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβάντων — συναναβαίνω go up with aor part act masc/neut gen pl συναναβαίνω go up with aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”